- τυμπανοειδής
- -ές, ΝΑόμοιος με τύμπανο, αυτός που έχει σχήμα τυμπάνουνεοελλ.πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυμπανοειδής — like a drum masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανοειδῆ — τυμπανοειδής like a drum neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τυμπανοειδής like a drum masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανοειδεῖ — τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανοειδεῖς — τυμπανοειδής like a drum masc/fem acc pl τυμπανοειδής like a drum masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανοειδές — τυμπανοειδής like a drum masc/fem voc sg τυμπανοειδής like a drum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανοειδοῦς — τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανοειδῶν — τυμπανοειδής like a drum masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εκτυμπάνωσις — ἐκτυμπάνωσις, η (Α) τυμπανοειδής εξόγκωση («πίνουσιν ἐως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός», Στράβ.) … Dictionary of Greek
τυμπανόεις — εσσα, εν, Α τυμπανοειδής («ὕδρωψ τυμπανόεις» ο τυμπανίας, Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek